Ο δάσκαλος Σέιστσου χρειαζόταν μεγαλύτερες εγκαταστάσεις καθώς το κτίριο που δίδασκε ήταν ασφυκτικά γεμάτο.
Ο Ουμέζου ο έμπορος, αποφάσισε να δωρίσει πεντακόσια χρυσά νομίσματα, για την κατασκευή ενός καινούργιου κτιρίου.
Ο Ουμέζου πήγε τα χρήματα στον δάσκαλο και ο Σέιστσου είπε :” Εντάξει θα τα πάρω.”
Ο Ουμέζου έδωσε το σακί με το χρυσάφι στον Σέιστσου, ωστόσο ήταν πολύ δυσαρεστημένος με την συμπεριφορά του δασκάλου καθώς το ποσόν που του είχε δώσει ήταν πάρα πολύ μεγάλο ( μπορούσε να ζήσει κανείς για έναν ολόκληρο χρόνο με τρία χρυσά νομίσματα ) και ο δάσκαλος δεν τον είχε καν ευχαριστήσει.
“Μέσα στο σακί υπάρχουν πεντακόσια χρυσά νομίσματα” τόνισε ο Ουμέζου.
“Αυτό μου το είπες και προηγουμένως.” είπε ο Σέιστσου.
“Ακόμα και για μένα που είμαι πλούσιος έμπορος, πεντακόσια χρυσά νομίσματα είναι πάρα πολλά
χρήματα.” είπε ο Ουμέζου.
“Θέλεις να σ’ευχαριστήσω για αυτό.“ είπε ο Σέιστσου.
“Έτσι οφείλεις.” είπε ο Ουμέζου.
“Γιατί θα έπρεπε “ είπε ο Σέιστσου. “Εκείνος που δίνει πρέπει να είναι ευγνώμων.”