Όταν το άκουσε ο αυτοκράτορας ενθουσιάστηκε. «Ωραία ρούχα θα ήταν αυτά» σκέφτηκε
«αν τα αποκτούσα, θα μπορούσα να καταλάβω ποιοι άνθρωποι δεν είναι άξιοι της
θέσης τους και να ξεχωρίζω τους έξυπνους από τους χαζούς! Αυτό το υλικό θα
πρέπει να χρησιμοποιηθεί αμέσως τώρα για τα καινούρια μου ρούχα!» Έτσι έδωσε
χρήματα στους δύο απατεώνες για να αρχίσουν την δουλειά τους χωρίς άλλες
καθυστερήσεις.
Οι υποτιθέμενοι υφαντές, έστησαν δύο αργαλειούς και προσποιούνταν ότι
εργαζόταν. Στην πραγματικότητα όμως δεν επεξεργαζόταν τίποτα. Παρόλα αυτά
ζητούσαν και έπαιρναν το καλύτερο μετάξι και το λαμπρότερο χρυσάφι. Αυτά τα
υλικά τα έκρυβαν για τον εαυτό τους, ενώ συνέχιζαν να δουλεύουν στους άδειους
αργαλειούς τους ως αργά το βράδυ.
«Θα ήθελα να ξέρω πόσο έχουν προχωρήσει με το υλικό!» σκέφτηκε ο αυτοκράτορας,
αλλά μούδιασε στην σκέψη ότι όποιος είναι χαζός η ακατάλληλος για το αξίωμά του
δεν μπορούσε να το δει. Δεν πίστευε βέβαια ότι θα υπήρχε κάποιο πρόβλημα, καθώς
πίστευε πολύ στις ικανότητες του, για καλό και για κακό όμως σκέφτηκε να
στείλει κάποιον άλλο για να δει τι γίνεται. Όλοι οι άνθρωποι στην πόλη ήξεραν
για το πόσο μεγάλη ήταν η δύναμη του υλικού και όλοι ήταν περίεργοι να δουν
πόσο χαζοί ή ανάξιοι ήταν οι γείτονές τους.
«Θα στείλω τον τίμιο γέρο-υπουργό μου στους πλέκτες» σκέφτηκε ο
αυτοκράτορας «αυτός θα μπορέσει να αξιολογήσει καλύτερα από τον καθένα πως
προχωράει η πλέξη με το υλικό, γιατί και έξυπνος είναι και το αξίωμα του το
γνωρίζει καλύτερα από οποιονδήποτε άλλο!»
Έτσι πήγε ο καλός γερο-υπουργός στην σάλα όπου ήταν οι δύο απατεώνες και έκαναν
ότι εργαζόταν στους άδειους αργαλειούς. «Ο θεός να με φιλάει» σκέφτηκε
ανοίγοντας ορθάνοιχτα τα μάτια του «δεν βλέπω τίποτα!» Όμως δεν είπε την σκέψη
του.
Οι δύο απατεώνες τον παρακάλεσαν να πλησιάσει και τον ρώτησαν αν του άρεσε το
σχέδιο τους. Μετά του επεσήμαναν πόσο όμορφα ήταν τα χρώματα και του έδειξαν
τον άδειο αργαλειό. Ο καϋμένος ο υπουργός, συνέχισε να ανοίγει τα μάτια του όσο
μπορούσε, αλλά ήταν αδύνατον να δει οτιδήποτε γιατί στην πργαγματικότητα δεν
υπήρχε τίποτε. «Κύριε ελέησε με» σκέφτηκε ο υπουργός «μήπως είμαι χαζός; Μια
ζωή πίστευα ότι είμαι έξυπνος. Προς Θεού κανείς δεν πρέπει να το μάθει! Μήπως
είμαι ακατάλληλος για το αξίωμα μου; Δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να πω ότι
δεν μπορώ να δω το υλικό!»
«Δεν έχετε να πείτε τίποτα;» ρώτησε ο ένας από τους απατεώνες.
«Ναι βέβαια είναι χαριτωμένο, πολύ όμορφο» απάντησε ο γερο-υπουργός κοιτώντας
μέσα από τα γυαλιά του. «Ωραίο σχέδιο και όμορφα χρώματα!- Ναι, ναι θα πω στον
αυτοκράτορα πόσο πολύ μου αρέσει!»
«Μπράβο, πολύ χαιρόμαστε που σας αρέσει!» απάντησαν οι πλέκτες και άρχησαν να
του εξηγούν τα σχέδια και να του ονομάζουν τα χρώματα, που υποτίθεται ότι είχαν
τα ρούχα. Ο γερο-υπουργός έδεινε προσοχή να μάθει την περιγραφή των απατεώνων,
ώστε να μπορέσει να πει τα ίδια όταν θα επέστρεφε στον αυτοκράτορα. Έτσι και
έγινε!
Οι απατεώνες απαιτούσαν συνεχώς περισσότερα χρήματα, περισσότερο μετάξι και
περισσότερο χρυσάφι. Όλα τα πλούτη τα κρατούσαν για τον εαυτό τους, ενώ
συνέχιζαν να προποιούνται ότι δουλεύουν στους άδειους αργαλειούς.
Μετά από λίγο ο αυτοκράτορας έστειλε και άλλον έμπιστο του, για να δει ποια
ήταν η πρόοδος της πλέξης. Ο δεύτερος απεσταλμένος όμως έπαθε ότι και ο πρώτος.
Κοίτουσε και ξανακοιτούσε αλλά αφού δεν υπήρχε τίποτε στον αργαλειο δεν
μπορούσε να δει και τίποτε.
«Δεν είναι καταπληκτικό το υλικό μας;» ρώτησαν οι απατεώνες δείχνοντας και
εξηγόντας του το φανταχτερό σχέδιο, το οποίο όμως δεν υπήρχε.
«Χαζός δεν είμαι» σκέφτηκε ο άνθρωπος, «από ότι φαίνεται φταίει ότι δεν είμαι
ικανός για αυτό το καλό αξίωμα που έχω! Περίεργο βέβαια, αλλά κανείς δεν πρέπει
να το καταλάβει!» Στη συνέχεια επαινούσε το υλικό παρόλο που δεν το έβλεπε και
έλεγε στους ξένους για τα όμορφα χρώματα και τα υπέροχα σχέδια. «Ναι είναι
υπέροχα!» είπε στον αυτοκράτορα όταν επέστρεψε στο παλάτι.
Όλοι οι άνθρωποι στην πόλη έλεγαν για το καταπληκτικό υλικό. Τότε ο
αυτοκράτορας ήθελε να δει ο ίδιος τα ρούχα όσο ήταν ακόμη στον αργαλειό. Πήρε
λοιπόν μαζί του όλους τους αυλικούς του και πήγε στους δύο πονηρούς απατεώνες.
Μεταξύ των αυλικών ήταν και οι δύο απεσταλμένοι που είχαν ήδη επισκεφτεί την
αίθουσα με τους αργαλειούς. Οι ξένοι προσποιούνταν ότι έπλεκαν με όλες τους τις
δυνάμεις, αλλά χωρίς να χρησιμοποιούν νήματα και κλωστές.
«Δεν είναι καταπληκτικό;» ρώτησαν οι δύο έμπιστοι που είχαν ξαναπάει στην
αίθουσα «θα ήθελε η μεγαλειότητα σας να να δει τι υπέροχα σχέδια, τι φανταχτερά
χρώματα;» και έδειχναν πάνω στον άδειο αργαλειό καθώς πίστευαν ότι αυτός θα
μπορούσε να δει το υλικό.
«Αμάν!» σκέφτηκε ο αυτοκράτορας «δεν βλέπω τίποτα! Μήπως είμαι χαζός; Μήπως δεν
είμαι κατάλληλος για αυτοκράτορας; Αυτό είναι ότι χειρότερο θα μπορούσε να μου
συμβεί!» «Πραγματικά είναι πολύ όμορφο» απάντησε «είναι της απόλυτής μου
αρεσκείας!» και έγνεψε συγκαταβατικά κοιτάζοντας τον άδειο αργαλειό καθώς δεν
ήθελε να πει ότι δεν βλέπει τίποτα. Όλη του η ακολουθία κοιτούσε και ξανακοιτούσε
αλλά κανείς δεν μπορούσε να δει τίποτα. Τελικά όλοι έλεγαν όπως και ο
αυτοκράτορας: «Πραγματικά είναι πολύ όμορφο» και συμβούλευαν τον αυτοκράτορα να
φορέσει για πρώτη φορά αυτά τα όμορφα ρούχα στη μεγάλη γιορτή που θα γινόταν σε
λίγες μέρες.
«Είναι καταπληκτικό, πανέμορφο, υπέροχο!» έλεγε ο ένας στον άλλο και όλοι
έδειχναν να χαίρονται για τα υπέροχα ρούχα του αυτοκράτορά τους. Ο αυτοκράτορας
έδωσε σε κάθε απατεώνα από έναν σταυρό του ιππότη και τους απένειμε τον τίτλο
του πλέκτη της αυλής.
Όλοι την νύχτα πριν την μεγάλη γιορτή, οι απατεώνες ήταν ξύπνιοι και είχαν και
δεκαέξι κεριά αναμμένα ώστε να μπορεί οποιοσδήποτε να παρατηρήσει την δουλειά
τους. Όλος ο κόσμος έβλεπαν πόσο πολύ εργαζόταν για να φτιάξουν τα καινούρια
ρούχα του αυτοκράτορα. Έκαναν ότι έπαιρναν το υλικό από τους αργαλειούς, το
έκοβαν στον αέρα με μεγάλα ψαλίδια, το έραβαν με βελόνες που δεν είχαν κλωστή
και στο τέλος είπαν: «Ορίστε, τα ρούχα είναι έτοιμα!»
Ο ίδιος ο αυτοκράτορας πήγε μαζί με τους πιο επίσημους υπαλλήλους του για να
παραλάβουν τα ενδύματα. Οι δύο απατεώνες σήκωσαν το ένα χέρι τους στον αέρα σα
να κρατούσαν κάτι και είπαν: «δείτε αυτό είναι το όμορφο παντελόνι, αυτό το
πουκάμισο και αυτό το πανωφόρι!» και συνέχισαν: «είναι τόσο ελαφριά σαν τον
ιστό της αράχνης, θα πίστευε κανείς ότι δεν φοράει τίποτε στο σώμα του, αλλά
αυτή είναι και η ομορφιά του!»
«Ναι, ναι!» απάντησαν όλοι οι υπάλληλοι αλλά δεν έβλεπαν τίποτε καθώς δεν
υπήρχε τίποτα
«Θα ήθελε η μεγαλειότητα σας να ακουμπήσει τα ρούχα της» ρώτησαν οι απατεώνες
«τότε θα μπορέσουμε να σας φορέσουμε τα καινούρια εδώ μπροστά στον καθρέφτη!»
Τότε ο αυτοκράτορας έβγαλε τα ρούχα του, και οι απατεώνες έκαναν ότι του έβαζαν
το ένα μετά το άλλο τα ρούχα που υποτίθεται ότι είχαν ράψει. Ο αυτοκράτορας
γυρνούσε μπροστά στον καθρέφτη και έβλεπε τον εαυτό του. «Τι όμορφα ρούχα και
πόσο ωραία που είναι πάνω σας» έλεγαν όλοι «τι ωραία σχέδια, μία εξαιρετική
φορεσιά!»
«Έξω σας περιμένει η ακολουθία που θα σας συνοδέψει στην γιορτή» ανακοίνωσε ο
τελετάρχης.
«Κοιτάξτε είμαι σχεδόν έτοιμος» είπε ο αυτοκράτορας. «Δεν μου πάει μια χαρά;»
ρώτησε κοιτάζοντας για μια ακόμη φορά τον καθρέφτη καθώς προσποιούνταν ότι
παρατηρούσε τα ρούχα του.
Οι αυλικοί που είχαν την αρμοδιότητα σηκώνουν την μακριά μπέρτα του
αυτοκράτορα, έπιασαν με τα χέρια το πάτωμα και προσποιήθηκαν ότι σήκωσαν και
κουβαλούσαν την μπέρτα. Δεν τολμούσαν ούτε καν να αφήσουν να εννοηθεί ότι δεν
έβλεπαν τίποτε.
Έτσι προχωρούσε ο αυτοκράτορας με την ακολουθία του. Από πάνω του ένας
πορφυρός, βελούδινος ουρανός που τον κουβαλούσαν τέσσερα άτομα και ξοπίσω του
οι βαστάζοι που υποτίθεται ότι σήκωναν την μπέρτα.