Παρασκευή 14 Μαρτίου 2014
Μια μοναχή που αναζητούσε την φώτιση....μια ιστορία του ζεν
Μια μοναχή που αναζητούσε την φώτιση
έφτιαξε ένα ξύλινο άγαλμα του Βούδα και
το κάλυψε με φύλλα χρυσού.
Ήταν πολύ όμορφο και το κουβαλούσε μαζί
της όπου πήγαινε.
Πέρασαν χρόνια και εξακολουθώντας
να κουβαλά τον Βούδα της, η μοναχή
εγκαταστάθηκε σε ένα μικρό εξοχικό ναό,
όπου υπήρχαν πολλά αγάλματα του Βούδα,
το καθένα με τον δικό του χώρο λατρείας.
Η μοναχή έκαιγε θυμιάματα μπροστά από
το χρυσαφένιο Βούδα κάθε μέρα,
αλλά επειδή δεν της άρεσε η ιδέα να σκορπίζεται
το άρωμά της και στα άλλα αγάλματα,
έφτιαξε ένα χωνί, μέσα από το οποίο,
ο καπνός ανέβαινε μόνο στο δικό της άγαλμα.
Αυτό μαύρισε τη μύτη του χρυσού αγάλματος
και το έκανε ιδιαίτερα άσχημο.
έφτιαξε ένα ξύλινο άγαλμα του Βούδα και
το κάλυψε με φύλλα χρυσού.
Ήταν πολύ όμορφο και το κουβαλούσε μαζί
της όπου πήγαινε.
Πέρασαν χρόνια και εξακολουθώντας
να κουβαλά τον Βούδα της, η μοναχή
εγκαταστάθηκε σε ένα μικρό εξοχικό ναό,
όπου υπήρχαν πολλά αγάλματα του Βούδα,
το καθένα με τον δικό του χώρο λατρείας.
Η μοναχή έκαιγε θυμιάματα μπροστά από
το χρυσαφένιο Βούδα κάθε μέρα,
αλλά επειδή δεν της άρεσε η ιδέα να σκορπίζεται
το άρωμά της και στα άλλα αγάλματα,
έφτιαξε ένα χωνί, μέσα από το οποίο,
ο καπνός ανέβαινε μόνο στο δικό της άγαλμα.
Αυτό μαύρισε τη μύτη του χρυσού αγάλματος
και το έκανε ιδιαίτερα άσχημο.
Πέμπτη 13 Μαρτίου 2014
Χόρχε Μπουκάι....Η πόλη των πηγαδιών.
Εκείνη την πόλη δεν την κατοικούσαν
άνθρωποι, όπως όλες τις άλλες πόλεις του πλανήτη.
Σ’ εκείνη την πόλη κατοικούσαν πηγάδια. Πηγάδια ζωντανά …
Τα πηγάδια διέφεραν μεταξύ τους όχι μόνο ως προς τον τόπο όπου είχαν ανοιχτεί, αλλά και ως προς το στόμιο (το άνοιγμα που τα συνέδεε με τον εξωτερικό κόσμο).
Σ’ εκείνη την πόλη κατοικούσαν πηγάδια. Πηγάδια ζωντανά …
Τα πηγάδια διέφεραν μεταξύ τους όχι μόνο ως προς τον τόπο όπου είχαν ανοιχτεί, αλλά και ως προς το στόμιο (το άνοιγμα που τα συνέδεε με τον εξωτερικό κόσμο).
Υπήρχαν πηγάδια ευκατάστατα και πολυτελή, με στόμιο
από μάρμαρο και όμορφα μέταλλα, πηγάδια ταπεινά από τούβλα και ξύλο, κι άλλα
πιο φτωχά, απλές γυμνές τρύπες που ανοίγονταν στη γη. Η επικοινωνία μεταξύ των κατοίκων της πόλης γινόταν
από στόμιο σε στόμιο, και οι ειδήσεις έφταναν γρήγορα απ’ άκρη σ’ άκρη.
Μια μέρα, έφτασε στην πόλη μια «μόδα» που μάλλον είχε γεννηθεί σε κάποιο ανθρώπινο χωριό. Η νέα ιδέα ήταν ότι κάθε ζωντανό ον που εκτιμούσε τον εαυτό του θα έπρεπε να φροντίζει πολύ περισσότερο το εσωτερικό παρά το εξωτερικό. Το σημαντικό δεν ήταν η επιφάνεια, αλλά το περιεχόμενο. Έτσι έγινε, και τα πηγάδια άρχισαν να γεμίζουν με αντικείμενα. Μερικά γέμισαν με κοσμήματα, χρυσά νομίσματα και πολύτιμες πέτρες. Άλλα, πιο πρακτικά, γέμισαν με ηλεκτρικές συσκευές και μηχανές. Μερικά άλλα επέλεξαν την τέχνη και γέμισαν με πίνακες ζωγραφικής, πιάνα με ουρά και εξεζητημένα μεταμοντέρνα γλυπτά. Τέλος, τα διανοούμενα γέμισαν με βιβλία, ιδεολογικά μανιφέστα και εξειδικευμένα περιοδικά. Πέρασε ο καιρός. Τα περισσότερα πηγάδια γέμισαν σε τέτοιο σημείο, ώστε τίποτε άλλο δεν χωρούσε.
Τα πηγάδια δεν ήταν όλα ίδια, οπότε κάποια συμβιβάστηκαν, ενώ άλλα σκέφτηκαν πως έπρεπε να κάνουν κάτι για να συνεχίσουν να συσσωρεύουν πράγματα στο εσωτερικό τους … Ένα απ’ αυτά έκανε την αρχή.
Αντί να συμπιέζει το περιεχόμενο, σκέφτηκε να αυξήσει τη χωρητικότητά του διευρύνοντας το χώρο του. Δεν πέρασε πολύς καιρός, κι άρχισαν και τα υπόλοιπα να μιμούνται την καινούργια ιδέα. Όλα τα πηγάδια δαπανούσαν μεγάλο μέρος της ενέργειάς τους για να επεκταθούν και ν’ αποκτήσουν περισσότερο χώρο στο εσωτερικό τους. Ένα πηγάδι, μικρό κι απόκεντρο, άρχισε να βλέπει τους συντρόφους του να επεκτείνονται χωρίς μέτρο. Σκέφτηκε ότι αν συνέχιζαν να διευρύνονται με αυτόν τον τρόπο, σύντομα θα μπέρδευαν τα όριά τους και το κάθε ένα θα έχανε την ταυτότητά του… Ίσως, ξεκινώντας από αυτήν την ιδέα, σκέφτηκε ότι ένας διαφορετικός τρόπος για να αυξήσει τη χωρητικότητά του ήταν να μεγαλώσει όχι φαρδαίνοντας, άλλα βαθαίνοντας. Να επεκταθεί σε βάθος αντί για πλάτος. Σύντομα συνειδητοποίησε ότι όλα όσα είχε στο εσωτερικό του έκαναν αδύνατη την εργασία της εκβάθυνσης.
Αν ήθελε να γίνει πιο βαθύ, όφειλε να ξεφορτωθεί ολόκληρο το περιεχόμενό του … Στην αρχή, το κενό το τρόμαξε. Αλλά αργότερα, όταν είδε ότι δεν είχε άλλη επιλογή, το έκανε. Χωρίς τίποτα στην κατοχή του, το πηγάδι άρχισε να βαθαίνει, ενώ τα υπόλοιπα άρπαζαν τα αντικείμενα που είχε πετάξει … Μια μέρα, κάτι ξάφνιασε το πηγάδι που μεγάλωνε προς τα κάτω. Κάτω, πολύ κάτω, πολύ στο βάθος … βρήκε νερό!
Ποτέ πριν άλλο πηγάδι δεν είχε ξαναβρεί νερό. Το πηγάδι ξεπέρασε την έκπληξή του κι άρχισε να παίζει με το νερό καταβρέχοντας τα τοιχώματά του, πιτσιλώντας το στόμιό του και, τέλος, βγάζοντας το νερό προς τα έξω. Η πόλη δεν είχε ποτέ βραχεί από τίποτ’ άλλο πέρα από τη βροχή η οποία, εκ των πραγμάτων, ήταν αρκετά σπάνια, Έτσι, η γη τριγύρω απ’ το πηγάδι, αναζωογονημένη από το νερό, άρχισε να ξυπνά. Οι σπόροι βλάστησαν παίρνοντας τη μορφή χλόης, τριφυλλιών, λουλουδιών και αδύναμων κορμών που μετατράπηκαν αργότερα σε δέντρα … Μια έκρηξη χρωμάτων και ζωής απλώθηκε γύρω από το απομακρυσμένο πηγάδι το οποίο άρχισαν να αποκαλούν : ‘Το Περιβόλι”. Όλοι το ρωτούσαν πως είχε καταφέρει αυτό το θαύμα. “Δεν είναι κανένα θαύμα”, απαντούσε το Περιβόλι.
“Πρέπει να σκάψεις στο εσωτερικό , προς τα μέσα”. Πολλοί θέλησαν να ακολουθήσουν το παράδειγμα του Περιβολιού , αλλά αποδοκίμασαν την ιδέα όταν συνειδητοποίησαν ότι , για να βαθύνουν , θα έπρεπε πρώτα να αδειάσουν. Συνέχισαν να διευρύνονται όλο και πιο πολύ για να γεμίσουν με περισσότερα ακόμα πράγματα… Στην άλλη άκρη της πόλης , ένα άλλο πηγάδι αποφάσισε κι αυτό να πάρει το ρίσκο να αδειάσει… Κι άρχισε κι αυτό να βαθαίνει… Κι έφτασε κι αυτό στο νερό… Και το έριξε κι αυτό προς τα έξω δημιουργώντας μια δεύτερη όαση στο χωριό… “Τι θα κάνεις όταν θα τελειώσει το νερό ;” , το ρωτούσαν. “Δεν ξέρω τι θα συμβεί” απαντούσε. “Αλλά προς το παρόν , όσο περισσότερο νερό βγάζω , τόσο περισσότερο βρίσκω”.
Πέρασαν μερικοί μήνες μέχρι τη μεγάλη ανακάλυψη . Μια μέρα , σχεδόν κατά τύχη, τα δυο πηγάδια κατάλαβαν ότι το νερό που είχαν βρει στο βάθος τους ήταν το ίδιο… Ότι το ίδιο υπόγειο ποτάμι που περνούσε από το ένα , γέμιζε το βάθος του άλλου. Κατάλαβαν ότι ξεκινούσε γι’ αυτά μια καινούργια ζωή. Όχι μόνο μπορούσαν να επικοινωνούν από στόμιο σε στόμιο , επιφανειακά , όπως όλοι οι άλλοι , αλλά η αναζήτησή τους , τους είχε προσφέρει ένα νέο και μυστικό σημείο επαφής. Είχαν ανακαλύψει τη βαθιά επικοινωνία που πετυχαίνουν μόνον εκείνοι που έχουν το θάρρος να αδειάσουν από κάθε περιεχόμενο και να ψάξουν στο βάθος της ύπαρξής τους για να βρουν τι έχουν να δώσουν…
Μια μέρα, έφτασε στην πόλη μια «μόδα» που μάλλον είχε γεννηθεί σε κάποιο ανθρώπινο χωριό. Η νέα ιδέα ήταν ότι κάθε ζωντανό ον που εκτιμούσε τον εαυτό του θα έπρεπε να φροντίζει πολύ περισσότερο το εσωτερικό παρά το εξωτερικό. Το σημαντικό δεν ήταν η επιφάνεια, αλλά το περιεχόμενο. Έτσι έγινε, και τα πηγάδια άρχισαν να γεμίζουν με αντικείμενα. Μερικά γέμισαν με κοσμήματα, χρυσά νομίσματα και πολύτιμες πέτρες. Άλλα, πιο πρακτικά, γέμισαν με ηλεκτρικές συσκευές και μηχανές. Μερικά άλλα επέλεξαν την τέχνη και γέμισαν με πίνακες ζωγραφικής, πιάνα με ουρά και εξεζητημένα μεταμοντέρνα γλυπτά. Τέλος, τα διανοούμενα γέμισαν με βιβλία, ιδεολογικά μανιφέστα και εξειδικευμένα περιοδικά. Πέρασε ο καιρός. Τα περισσότερα πηγάδια γέμισαν σε τέτοιο σημείο, ώστε τίποτε άλλο δεν χωρούσε.
Τα πηγάδια δεν ήταν όλα ίδια, οπότε κάποια συμβιβάστηκαν, ενώ άλλα σκέφτηκαν πως έπρεπε να κάνουν κάτι για να συνεχίσουν να συσσωρεύουν πράγματα στο εσωτερικό τους … Ένα απ’ αυτά έκανε την αρχή.
Αντί να συμπιέζει το περιεχόμενο, σκέφτηκε να αυξήσει τη χωρητικότητά του διευρύνοντας το χώρο του. Δεν πέρασε πολύς καιρός, κι άρχισαν και τα υπόλοιπα να μιμούνται την καινούργια ιδέα. Όλα τα πηγάδια δαπανούσαν μεγάλο μέρος της ενέργειάς τους για να επεκταθούν και ν’ αποκτήσουν περισσότερο χώρο στο εσωτερικό τους. Ένα πηγάδι, μικρό κι απόκεντρο, άρχισε να βλέπει τους συντρόφους του να επεκτείνονται χωρίς μέτρο. Σκέφτηκε ότι αν συνέχιζαν να διευρύνονται με αυτόν τον τρόπο, σύντομα θα μπέρδευαν τα όριά τους και το κάθε ένα θα έχανε την ταυτότητά του… Ίσως, ξεκινώντας από αυτήν την ιδέα, σκέφτηκε ότι ένας διαφορετικός τρόπος για να αυξήσει τη χωρητικότητά του ήταν να μεγαλώσει όχι φαρδαίνοντας, άλλα βαθαίνοντας. Να επεκταθεί σε βάθος αντί για πλάτος. Σύντομα συνειδητοποίησε ότι όλα όσα είχε στο εσωτερικό του έκαναν αδύνατη την εργασία της εκβάθυνσης.
Αν ήθελε να γίνει πιο βαθύ, όφειλε να ξεφορτωθεί ολόκληρο το περιεχόμενό του … Στην αρχή, το κενό το τρόμαξε. Αλλά αργότερα, όταν είδε ότι δεν είχε άλλη επιλογή, το έκανε. Χωρίς τίποτα στην κατοχή του, το πηγάδι άρχισε να βαθαίνει, ενώ τα υπόλοιπα άρπαζαν τα αντικείμενα που είχε πετάξει … Μια μέρα, κάτι ξάφνιασε το πηγάδι που μεγάλωνε προς τα κάτω. Κάτω, πολύ κάτω, πολύ στο βάθος … βρήκε νερό!
Ποτέ πριν άλλο πηγάδι δεν είχε ξαναβρεί νερό. Το πηγάδι ξεπέρασε την έκπληξή του κι άρχισε να παίζει με το νερό καταβρέχοντας τα τοιχώματά του, πιτσιλώντας το στόμιό του και, τέλος, βγάζοντας το νερό προς τα έξω. Η πόλη δεν είχε ποτέ βραχεί από τίποτ’ άλλο πέρα από τη βροχή η οποία, εκ των πραγμάτων, ήταν αρκετά σπάνια, Έτσι, η γη τριγύρω απ’ το πηγάδι, αναζωογονημένη από το νερό, άρχισε να ξυπνά. Οι σπόροι βλάστησαν παίρνοντας τη μορφή χλόης, τριφυλλιών, λουλουδιών και αδύναμων κορμών που μετατράπηκαν αργότερα σε δέντρα … Μια έκρηξη χρωμάτων και ζωής απλώθηκε γύρω από το απομακρυσμένο πηγάδι το οποίο άρχισαν να αποκαλούν : ‘Το Περιβόλι”. Όλοι το ρωτούσαν πως είχε καταφέρει αυτό το θαύμα. “Δεν είναι κανένα θαύμα”, απαντούσε το Περιβόλι.
“Πρέπει να σκάψεις στο εσωτερικό , προς τα μέσα”. Πολλοί θέλησαν να ακολουθήσουν το παράδειγμα του Περιβολιού , αλλά αποδοκίμασαν την ιδέα όταν συνειδητοποίησαν ότι , για να βαθύνουν , θα έπρεπε πρώτα να αδειάσουν. Συνέχισαν να διευρύνονται όλο και πιο πολύ για να γεμίσουν με περισσότερα ακόμα πράγματα… Στην άλλη άκρη της πόλης , ένα άλλο πηγάδι αποφάσισε κι αυτό να πάρει το ρίσκο να αδειάσει… Κι άρχισε κι αυτό να βαθαίνει… Κι έφτασε κι αυτό στο νερό… Και το έριξε κι αυτό προς τα έξω δημιουργώντας μια δεύτερη όαση στο χωριό… “Τι θα κάνεις όταν θα τελειώσει το νερό ;” , το ρωτούσαν. “Δεν ξέρω τι θα συμβεί” απαντούσε. “Αλλά προς το παρόν , όσο περισσότερο νερό βγάζω , τόσο περισσότερο βρίσκω”.
Πέρασαν μερικοί μήνες μέχρι τη μεγάλη ανακάλυψη . Μια μέρα , σχεδόν κατά τύχη, τα δυο πηγάδια κατάλαβαν ότι το νερό που είχαν βρει στο βάθος τους ήταν το ίδιο… Ότι το ίδιο υπόγειο ποτάμι που περνούσε από το ένα , γέμιζε το βάθος του άλλου. Κατάλαβαν ότι ξεκινούσε γι’ αυτά μια καινούργια ζωή. Όχι μόνο μπορούσαν να επικοινωνούν από στόμιο σε στόμιο , επιφανειακά , όπως όλοι οι άλλοι , αλλά η αναζήτησή τους , τους είχε προσφέρει ένα νέο και μυστικό σημείο επαφής. Είχαν ανακαλύψει τη βαθιά επικοινωνία που πετυχαίνουν μόνον εκείνοι που έχουν το θάρρος να αδειάσουν από κάθε περιεχόμενο και να ψάξουν στο βάθος της ύπαρξής τους για να βρουν τι έχουν να δώσουν…
Aπό το βιβλίο «ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΝΑ ΣΚΕΦΤΕΙΣ» - Χόρχε Μπουκάι
Τετάρτη 12 Μαρτίου 2014
Τα καινούργια ρούχα του Αυτοκράτορα...
Τα καινούργια ρούχα του Αυτοκράτορα...
Πριν
από πολλά χρόνια ζούσε ένας αυτοκράτορας που είχε στραμμένη όλη του την προσοχή
στο ντύσιμό του. Τόσο πολύ του άρεσε να ντύνεται με ωραία ρούχα, που έδινε όλα
τα του τα χρήματα για να αγοράζει καινούρια ρούχακαι να είναι ντυμένος στην
εντέλεια. Δεν νοιαζόταν για τους στρατιώτες του, δεν νοιαζόταν για το θέατρο,
και δεν του άρεσε να πηγαίνει βόλτα στο δάσος, παρά μόνο να επιδεικνύει τα
καινούρια του ρούχα. Είχε μια καινούρια ενδυμασία για κάθε ώρα της ημέρας, και
όπως λένε για άλλους βασιλιάδες ότι βρίσκονται στην αίθουσα των συσκέψεων εδώ
έλεγαν : «Ο αυτοκράτορας βρίσκεται στο βεστιάριο!»
Στην μεγάλη πόλη στην οποία έμενε, υπήρχε πάντοτε πολύ κίνηση. Κάθε μέρα
ερχότανε πολλοί ξένοι και κάποια μέρα ήρθαν, ανάμεσα σε άλλους, και δύο
απατεώνες οι οποίοι συστήθηκαν ως πλέκτες. Έλεγαν ότι γνώριζαν πως να
χρησιμοποιούν το ομορφότερο υλικό, το οποίο ούτε καν μπορούσε κανείς να
φανταστεί. Τα σχέδια και τα χρώματα αυτού του υλικού δεν ήταν μόνο ασυνήθιστα
όμορφα, αλλά τα ρούχα τα οποία υφαινόταν από αυτό το υλικό είχαν επίσης μια
θαυμαστή ιδιότητα: ήταν αόρατα για οποιονδήποτε δεν ήταν ικανός για το αξίωμα
που κατείχε ή ήταν τελείως χαζός.
Όταν το άκουσε ο αυτοκράτορας ενθουσιάστηκε. «Ωραία ρούχα θα ήταν αυτά» σκέφτηκε
«αν τα αποκτούσα, θα μπορούσα να καταλάβω ποιοι άνθρωποι δεν είναι άξιοι της
θέσης τους και να ξεχωρίζω τους έξυπνους από τους χαζούς! Αυτό το υλικό θα
πρέπει να χρησιμοποιηθεί αμέσως τώρα για τα καινούρια μου ρούχα!» Έτσι έδωσε
χρήματα στους δύο απατεώνες για να αρχίσουν την δουλειά τους χωρίς άλλες
καθυστερήσεις.
Οι υποτιθέμενοι υφαντές, έστησαν δύο αργαλειούς και προσποιούνταν ότι
εργαζόταν. Στην πραγματικότητα όμως δεν επεξεργαζόταν τίποτα. Παρόλα αυτά
ζητούσαν και έπαιρναν το καλύτερο μετάξι και το λαμπρότερο χρυσάφι. Αυτά τα
υλικά τα έκρυβαν για τον εαυτό τους, ενώ συνέχιζαν να δουλεύουν στους άδειους
αργαλειούς τους ως αργά το βράδυ.
«Θα ήθελα να ξέρω πόσο έχουν προχωρήσει με το υλικό!» σκέφτηκε ο αυτοκράτορας,
αλλά μούδιασε στην σκέψη ότι όποιος είναι χαζός η ακατάλληλος για το αξίωμά του
δεν μπορούσε να το δει. Δεν πίστευε βέβαια ότι θα υπήρχε κάποιο πρόβλημα, καθώς
πίστευε πολύ στις ικανότητες του, για καλό και για κακό όμως σκέφτηκε να
στείλει κάποιον άλλο για να δει τι γίνεται. Όλοι οι άνθρωποι στην πόλη ήξεραν
για το πόσο μεγάλη ήταν η δύναμη του υλικού και όλοι ήταν περίεργοι να δουν
πόσο χαζοί ή ανάξιοι ήταν οι γείτονές τους.
«Θα στείλω τον τίμιο γέρο-υπουργό μου στους πλέκτες» σκέφτηκε ο
αυτοκράτορας «αυτός θα μπορέσει να αξιολογήσει καλύτερα από τον καθένα πως
προχωράει η πλέξη με το υλικό, γιατί και έξυπνος είναι και το αξίωμα του το
γνωρίζει καλύτερα από οποιονδήποτε άλλο!»
Έτσι πήγε ο καλός γερο-υπουργός στην σάλα όπου ήταν οι δύο απατεώνες και έκαναν
ότι εργαζόταν στους άδειους αργαλειούς. «Ο θεός να με φιλάει» σκέφτηκε
ανοίγοντας ορθάνοιχτα τα μάτια του «δεν βλέπω τίποτα!» Όμως δεν είπε την σκέψη
του.
Οι δύο απατεώνες τον παρακάλεσαν να πλησιάσει και τον ρώτησαν αν του άρεσε το
σχέδιο τους. Μετά του επεσήμαναν πόσο όμορφα ήταν τα χρώματα και του έδειξαν
τον άδειο αργαλειό. Ο καϋμένος ο υπουργός, συνέχισε να ανοίγει τα μάτια του όσο
μπορούσε, αλλά ήταν αδύνατον να δει οτιδήποτε γιατί στην πργαγματικότητα δεν
υπήρχε τίποτε. «Κύριε ελέησε με» σκέφτηκε ο υπουργός «μήπως είμαι χαζός; Μια
ζωή πίστευα ότι είμαι έξυπνος. Προς Θεού κανείς δεν πρέπει να το μάθει! Μήπως
είμαι ακατάλληλος για το αξίωμα μου; Δεν πρέπει σε καμία περίπτωση να πω ότι
δεν μπορώ να δω το υλικό!»
«Δεν έχετε να πείτε τίποτα;» ρώτησε ο ένας από τους απατεώνες.
«Ναι βέβαια είναι χαριτωμένο, πολύ όμορφο» απάντησε ο γερο-υπουργός κοιτώντας
μέσα από τα γυαλιά του. «Ωραίο σχέδιο και όμορφα χρώματα!- Ναι, ναι θα πω στον
αυτοκράτορα πόσο πολύ μου αρέσει!»
«Μπράβο, πολύ χαιρόμαστε που σας αρέσει!» απάντησαν οι πλέκτες και άρχησαν να
του εξηγούν τα σχέδια και να του ονομάζουν τα χρώματα, που υποτίθεται ότι είχαν
τα ρούχα. Ο γερο-υπουργός έδεινε προσοχή να μάθει την περιγραφή των απατεώνων,
ώστε να μπορέσει να πει τα ίδια όταν θα επέστρεφε στον αυτοκράτορα. Έτσι και
έγινε!
Οι απατεώνες απαιτούσαν συνεχώς περισσότερα χρήματα, περισσότερο μετάξι και
περισσότερο χρυσάφι. Όλα τα πλούτη τα κρατούσαν για τον εαυτό τους, ενώ
συνέχιζαν να προποιούνται ότι δουλεύουν στους άδειους αργαλειούς.
Μετά από λίγο ο αυτοκράτορας έστειλε και άλλον έμπιστο του, για να δει ποια
ήταν η πρόοδος της πλέξης. Ο δεύτερος απεσταλμένος όμως έπαθε ότι και ο πρώτος.
Κοίτουσε και ξανακοιτούσε αλλά αφού δεν υπήρχε τίποτε στον αργαλειο δεν
μπορούσε να δει και τίποτε.
«Δεν είναι καταπληκτικό το υλικό μας;» ρώτησαν οι απατεώνες δείχνοντας και
εξηγόντας του το φανταχτερό σχέδιο, το οποίο όμως δεν υπήρχε.
«Χαζός δεν είμαι» σκέφτηκε ο άνθρωπος, «από ότι φαίνεται φταίει ότι δεν είμαι
ικανός για αυτό το καλό αξίωμα που έχω! Περίεργο βέβαια, αλλά κανείς δεν πρέπει
να το καταλάβει!» Στη συνέχεια επαινούσε το υλικό παρόλο που δεν το έβλεπε και
έλεγε στους ξένους για τα όμορφα χρώματα και τα υπέροχα σχέδια. «Ναι είναι
υπέροχα!» είπε στον αυτοκράτορα όταν επέστρεψε στο παλάτι.
Όλοι οι άνθρωποι στην πόλη έλεγαν για το καταπληκτικό υλικό. Τότε ο
αυτοκράτορας ήθελε να δει ο ίδιος τα ρούχα όσο ήταν ακόμη στον αργαλειό. Πήρε
λοιπόν μαζί του όλους τους αυλικούς του και πήγε στους δύο πονηρούς απατεώνες.
Μεταξύ των αυλικών ήταν και οι δύο απεσταλμένοι που είχαν ήδη επισκεφτεί την
αίθουσα με τους αργαλειούς. Οι ξένοι προσποιούνταν ότι έπλεκαν με όλες τους τις
δυνάμεις, αλλά χωρίς να χρησιμοποιούν νήματα και κλωστές.
«Δεν είναι καταπληκτικό;» ρώτησαν οι δύο έμπιστοι που είχαν ξαναπάει στην
αίθουσα «θα ήθελε η μεγαλειότητα σας να να δει τι υπέροχα σχέδια, τι φανταχτερά
χρώματα;» και έδειχναν πάνω στον άδειο αργαλειό καθώς πίστευαν ότι αυτός θα
μπορούσε να δει το υλικό.
«Αμάν!» σκέφτηκε ο αυτοκράτορας «δεν βλέπω τίποτα! Μήπως είμαι χαζός; Μήπως δεν
είμαι κατάλληλος για αυτοκράτορας; Αυτό είναι ότι χειρότερο θα μπορούσε να μου
συμβεί!» «Πραγματικά είναι πολύ όμορφο» απάντησε «είναι της απόλυτής μου
αρεσκείας!» και έγνεψε συγκαταβατικά κοιτάζοντας τον άδειο αργαλειό καθώς δεν
ήθελε να πει ότι δεν βλέπει τίποτα. Όλη του η ακολουθία κοιτούσε και ξανακοιτούσε
αλλά κανείς δεν μπορούσε να δει τίποτα. Τελικά όλοι έλεγαν όπως και ο
αυτοκράτορας: «Πραγματικά είναι πολύ όμορφο» και συμβούλευαν τον αυτοκράτορα να
φορέσει για πρώτη φορά αυτά τα όμορφα ρούχα στη μεγάλη γιορτή που θα γινόταν σε
λίγες μέρες.
«Είναι καταπληκτικό, πανέμορφο, υπέροχο!» έλεγε ο ένας στον άλλο και όλοι
έδειχναν να χαίρονται για τα υπέροχα ρούχα του αυτοκράτορά τους. Ο αυτοκράτορας
έδωσε σε κάθε απατεώνα από έναν σταυρό του ιππότη και τους απένειμε τον τίτλο
του πλέκτη της αυλής.
Όλοι την νύχτα πριν την μεγάλη γιορτή, οι απατεώνες ήταν ξύπνιοι και είχαν και
δεκαέξι κεριά αναμμένα ώστε να μπορεί οποιοσδήποτε να παρατηρήσει την δουλειά
τους. Όλος ο κόσμος έβλεπαν πόσο πολύ εργαζόταν για να φτιάξουν τα καινούρια
ρούχα του αυτοκράτορα. Έκαναν ότι έπαιρναν το υλικό από τους αργαλειούς, το
έκοβαν στον αέρα με μεγάλα ψαλίδια, το έραβαν με βελόνες που δεν είχαν κλωστή
και στο τέλος είπαν: «Ορίστε, τα ρούχα είναι έτοιμα!»
Ο ίδιος ο αυτοκράτορας πήγε μαζί με τους πιο επίσημους υπαλλήλους του για να
παραλάβουν τα ενδύματα. Οι δύο απατεώνες σήκωσαν το ένα χέρι τους στον αέρα σα
να κρατούσαν κάτι και είπαν: «δείτε αυτό είναι το όμορφο παντελόνι, αυτό το
πουκάμισο και αυτό το πανωφόρι!» και συνέχισαν: «είναι τόσο ελαφριά σαν τον
ιστό της αράχνης, θα πίστευε κανείς ότι δεν φοράει τίποτε στο σώμα του, αλλά
αυτή είναι και η ομορφιά του!»
«Ναι, ναι!» απάντησαν όλοι οι υπάλληλοι αλλά δεν έβλεπαν τίποτε καθώς δεν
υπήρχε τίποτα
«Θα ήθελε η μεγαλειότητα σας να ακουμπήσει τα ρούχα της» ρώτησαν οι απατεώνες
«τότε θα μπορέσουμε να σας φορέσουμε τα καινούρια εδώ μπροστά στον καθρέφτη!»
Τότε ο αυτοκράτορας έβγαλε τα ρούχα του, και οι απατεώνες έκαναν ότι του έβαζαν
το ένα μετά το άλλο τα ρούχα που υποτίθεται ότι είχαν ράψει. Ο αυτοκράτορας
γυρνούσε μπροστά στον καθρέφτη και έβλεπε τον εαυτό του. «Τι όμορφα ρούχα και
πόσο ωραία που είναι πάνω σας» έλεγαν όλοι «τι ωραία σχέδια, μία εξαιρετική
φορεσιά!»
«Έξω σας περιμένει η ακολουθία που θα σας συνοδέψει στην γιορτή» ανακοίνωσε ο
τελετάρχης.
«Κοιτάξτε είμαι σχεδόν έτοιμος» είπε ο αυτοκράτορας. «Δεν μου πάει μια χαρά;»
ρώτησε κοιτάζοντας για μια ακόμη φορά τον καθρέφτη καθώς προσποιούνταν ότι
παρατηρούσε τα ρούχα του.
Οι αυλικοί που είχαν την αρμοδιότητα σηκώνουν την μακριά μπέρτα του
αυτοκράτορα, έπιασαν με τα χέρια το πάτωμα και προσποιήθηκαν ότι σήκωσαν και
κουβαλούσαν την μπέρτα. Δεν τολμούσαν ούτε καν να αφήσουν να εννοηθεί ότι δεν
έβλεπαν τίποτε.
Έτσι προχωρούσε ο αυτοκράτορας με την ακολουθία του. Από πάνω του ένας
πορφυρός, βελούδινος ουρανός που τον κουβαλούσαν τέσσερα άτομα και ξοπίσω του
οι βαστάζοι που υποτίθεται ότι σήκωναν την μπέρτα.
Όλοι οι άνθρωποι που βρισκόταν στον δρόμο, ή κοιτούσαν από τα παράθυρα έλεγαν:
«Πόσο όμορφα ρούχα φοράει ο αυτοκράτορας. Τι φανταχτερή μπέρτα. Πόσο όμορφα που
συνδυάζονται μεταξύ τους!» Κανείς δεν ήθελε να παραδεχτεί ότι δεν έβλεπε
τίποτα, καθώς τότε θα σήμαινε ότι ήταν ανίκανος για το αξίωμα του ή εντελώς
χαζός. Έτσι για πρώτη φορά κάποια ρούχα του αυτοκράτορα έτυχαν τέτοιας
καθολικής αποδοχής.
«Μα δεν φοράει απολύτως τίποτα!» είπε τελικά ένα μικρό παιδί. «Δώστε βάση στη
φωνή της αθωότητας!» είπε ο πατέρας του, και από στόμα σε στόμα διαδόθηκαν τα
λόγια του παιδιού!»
«Μα δεν φοράει απολύτως τίποτα!» «Μα δεν φοράει απολύτως τίποτα!»φώναζε τελικά
όλος ο λαός. Αυτό το άκουσε ο αυτοκράτορας και του φάνηκε ότι ο λαός πρέπει να
είχε δίκιο, αλλά σκέφτηκε ότι θα έπρεπε να το υπομείνει και να προσποιηθεί ότι
δεν συνέβαινε τίποτε. Έτσι συνέχισε φαινομενικά ήρεμος και οι αυλικοί συνέχισαν
να σηκώνουν την ανύπαρκτη μπέρτα.
Scrapbook με θέμα Cat Story....
Cat Story............
Σ'αυτό το Scrapbook φτιάξαμε την ιστορία από τις γάτες μας....
Πριν περίπου δύο χρόνια βρήκαμε δύο γατάκια παρατημένα την Ψιψινέλ & τον Μίτζο.
Αυτό το Scrapbook το δέσαμε με σπιράλ και φτιάξαμε μονές μας τα die-cuts....
Όταν βρήκαμε τον Μίτζο, η Ψιψινέλ ήταν 6 μηνών.....
Από τις πιο όμορφες εμπειρίες που είχαμε........
Πέρασα πολύ όμορφα, επιστρατεύσαμε όλα τα κοπτικά μας....
Το εξώφυλλό από το Scrapbook.............
Φιόγκοι, κορδέλες, λουλούδια και μεταλλικά charms....
Ο Μίτζος μωράκι.......
Το διασκέδασα πραγματικά πάρα πολύ.........
Εγγραφή σε:
Αναρτήσεις (Atom)